κροκωτίδιον

κροκωτίδιον
κροκωτίδιον, τὸ (Α) [κροκωτός]
μικρός κίτρινος χιτώνας («τα κροκωτίδια και τά μύρα», Αριστοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κροκωτίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκωτίδια — κροκωτίδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκώτιον — κροκώτιον, τὸ (Α) [κροκωτός] κροκωτίδιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”